- ροσμαρίνος
- Bλ. λ. δεντρολίβανο.
* * *ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη και το οποίο περιλαμβάνει 3-4 είδη αειθαλών αρωματικών θάμνων, κυριότερο από τα οποία είναι το είδος Rosmarinus officinalis, κοινώς γνωστό ως δεντρολίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. rosmarinus].
Dictionary of Greek. 2013.